- μενέχαρμος
- μενέχαρμος, -ον (Α)μενεφύλοπις*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -χαρμος (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. πολύ-χαρμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μενέχαρμος — masc/fem nom sg μενεχάρμης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενέχαρμον — μενέχαρμος masc/fem acc sg μενέχαρμος neut nom/voc/acc sg μενεχάρμης masc/fem acc sg μενεχάρμης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek